- συμποσιαρχώ
- -έω, Α [συμποσίαρχος]είμαι συμποσίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμποσιάρχῳ — συμποσίαρχος president of a drinking party masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταρχώ — έω, Α συμποσιαρχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτόν + αρχῶ (< άρχης < άρχω / άρχομαι)] … Dictionary of Greek